ωτιαίος

ωτιαίος
-α, -ο, Ν
1. ωτικός («ωτιαίοι μύες»)
2. φρ. «ωτιαία σάλπιγγα»
ανατ. η ευσταχειανή σάλπιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”